Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (T.K.PAPATSONIS)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

Απο την Ελένη Γούλα MSc Φιλόλογος Πειραματικού Λυκείου Αγ. Αναργύρων

Ο Τ. Κ. Παπατσώνης είναι ο πρώτος έλληνας ποιητής που με το ποίημά του, Beata Beatrix, γραμμένο το 1920 , σπάει συνειδητά την παράδοση του μετρικού στίχου και δεν επιστρέψει ποτέ ξανά σ’ αυτήν . Η πρωτοπορία του αυτή ωστόσο δεν είναι επαρκώς εδραιωμένη, αφού στη συνείδηση των περισσοτέρων, ο Σεφέρης είναι αυτός που έκανε τη Νεωτερική «στροφή» στην ποίησή μας.
Γεννημένος το 1895 και εμφανιζόμενος στα γράμματα το 1914, ανήκει στη γενιά του Καρυωτάκη του Λαπαθιώτη και του Άγρα, αλλά αποφεύγει τόσο τον Καρυωτακισμό, όσο και την επίδραση του Παλαμά, καταφάσκοντας τη ζωή, γράφοντας σε προζαϊκό στίχο, που αργότερα ονομάστηκε ελεύθερος στίχος και χρησιμοποιώντας μια ανάμικτη γλώσσα, μιξοκαθαρεύουσα. Η ποίησή του είναι ιδιαίτερη και ο ίδιος σαν ποιητής δεν εντάσσεται στην ενιαία – αν μπορεί σχηματικά να χαρακτηριστεί έτσι – γραμμή του νεοελληνικού λυρισμού, που δέσποζε στην εποχή του. Όπως ο Κάλβος και ο Καβάφης αποτελεί και ο Παπατσώνης αλλιώτικη περίπτωση
Εκδίδει κατά τη διάρκεια της ζωής του τρεις ποιητικές συλλογές με αυστηρή επιλογή των ποιημάτων που εντάσσει σ΄ αυτές, αποκλείοντας πολλά δημοσιευμένα ήδη σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες: Εκλογή Α΄, 1934, Ursa Minor, 1944 και Εκλογή Β΄, 1962. Λίγο μετά το θάνατό του, το 1979 εκδίδονται Δεκαπέντε ανέκδοτα ποιήματα σε κριτική επιμέλεια της Γιάννας Νταουντάκη, ενώ μια ακόμη έκδοση με 94 ανέκδοτα ποιήματα, που ετοίμαζε ο φίλος του Κ. Τσιρόπουλος σε συνεργασία με τη γυναίκα του ποιητή Ήβα Τ. Παπατσώνη, ματαιώθηκε όταν η Ήβα Παπατσώνη απεβίωσε και η Μαρία Κουντουριώτη, η μοναδική τους κόρη και κληρονόμος του ποιητή, δεν υπέγραψε με τον εκδοτικό οίκο αφού επιθυμεί, όπως γράφει σε επιστολή της προς τον Τσιρόπουλο, να μείνει αδημοσίευτο «ό,τι δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει [ο πατέρας της]» .
Κύριο χαρακτηριστικό του ποιητή Τ. Παπατσώνη είναι η θρησκευτικότητά του, που όμως διευρύνεται από ευδιάκριτο μεταφυσικό προβληματισμό. Ο Θεός του δεν είναι η θεότητα του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος αλλά ένα μεταφυσικό νόημα, που το ονομάζει Αόρατη Σοφία, Στοιχείον Ισχυρόν, Υπέρτατον Ήλιο, Τρίτο Ουρανό, Παρουσία, Ισορροπία των αριθμών, Πλήρης Τάξη, Φως, Γαλήνη, Ησυχία. «…Αλλά όλα εξαρτημένα, / σε διάταξη βαλμένα, από έλξεις και απωθήσεις/ Στοιχείου Ισχυρού» «Η Εξάρτηση», σελ. 22. «…Ακολουθούν μακραίωνες κατασκηνώσεις/ σε Οροπέδια των Πηγών της Γαλήνης. / πόσο αγαθά και καρπερά τα υψίπεδα της Γαλήνης.» «Τα Ορεινά», σ. 207. Η θρησκευτικότητα του Παπατσώνη, κατά τον διεξοδικό μελετητή του, τον Δ. Ελευθεράκη, πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με τα μυστικά κείμενα της Δυτικής Εκκλησίας με τα οποία συνομιλεί, όπως εκείνα του Ιωάννη του Σταυρού
Συναφές στοιχείο προς την θρησκευτικότητα του Παπατσώνη είναι οι συνεχείς αναφορές του στο καθολικό δόγμα και τη λειτουργική του, με μια ελεύθερη χρήση της λατινικής εκκλησιαστικής ορολογίας - mea culpa, de profundis, in plareis oppidi κ. .ά. : «Aestatem et Ver, ut plasmasti. Σε σύγχυση έρχονται /πάλιν οι Ώρες» «Κατά το δείπνον», σ. 100. Επίσης πολλά ποιήματά του εμπνέονται θεματολογικά από τον καθολικισμό: «Το ροζάριό μου», σ. 69, «Μνήμη Αποστόλου Παύλου» σ. 75, «Στην απόδοση της γιορτής των Κορυφαίων», σ. 80. κ.ά. «…άρχιζε ποντιζόμενος, αυτός κυρίαρχος του Άδη και του Παραδείσου, ο Πρώτος Πάπας», «Στην απόδοση της γιορτής των Κορυφαίων», σ. 80.
Η ανάμιξη στην ποίηση του Παπατσώνη στοιχείων ορθόδοξης και καθολικής παράδοσης οδήγησε τους κριτικούς του σε ποικίλες διατυπώσεις: «κατορθώνει να συνθέσει αρμονικά την ορθόδοξη με τη ρωμαιοκαθολική παράδοση της Εκκλησίας του Χριστού» , ή «αρτίωσε το Λόγο του σε συναλληλία με αμφότερες τις παραδόσεις της χριστιανοσύνης χωρίς εμμονή στις δογματικές και ιστορικές διαφορές, οι οποίες επέφεραν το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.» και πιο κάτω στο ίδιο κείμενο: «πρέπει να τονίσουμε ότι ο Παπατσώνης δεν ασπάστηκε ποτέ το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, όπως διατείνονται διάφοροι σε φιλολογικές συζητήσεις κατώτερες του καφενείου. Ο Παπατσώνης γεννήθηκε και παρέμεινε πιστό τέκνο της ‘καθ’ ημάς Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» . Κατά τον Δημήτρη Ελευθεράκη ωστόσο «Η θρησκευτική προκατάληψη πολλών από τους κριτικούς που ασχολήθηκαν με το έργο του Παπατσώνη απομάκρυνε την κριτική ανάλυση από την ορθολογική ερμηνεία της θρησκευτικότητά του», ενώ εμποδίστηκε η πολιτογράφησή του ανάμεσα στους ανανεωτές της εθνικής λογοτεχνικής παράδοσης, «εφόσον η θρησκευτικότητά του δεν διέθετε το κατεξοχήν εθνικό στοιχείο της ελληνικής θρησκευτικής συνείδησης, δηλαδή ορθόδοξο χαρακτήρα»
Οι λόγοι βέβαια για την παραγνώριση του Παπατσώνη δεν είναι μόνο η ιδιαίτερη στάση του απέναντι στην ορθοδοξία αλλά και η προτίμησή του για τα λόγια κείμενα και ο έντονος κοσμοπολιτισμός της ποίησής του, που παραμένει ανοιχτή προς μια υπερεθνική κατεύθυνση χωρίς να δεσμεύεται από την ανάγκη της επιστροφής στην εντοπιότητα, όπως ανακεφαλαιώνει ο ίδιος μελετητής
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να εννοήσουμε και την αντιπαράθεση του Παπατσώνη με τον σύγχρονο και αρχικά φίλο του Γιώργο Σεφέρη, που εκδηλώθηκε την περίοδο του Εμφυλίου, όταν ο Παπατσώνης (1948), δημοσίευσε στη Νέα Εστία τη μελέτη του, «Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός» . Στη μελέτη αυτή κατηγορούσε τον Σεφέρη και τον Ελύτη ότι δεν ενδιαφέρονται αρκετά για την κληρονομιά της εκκλησιαστικής παράδοσης, αφού δεν την αξιοποιούν στο σύνολό της αλλά δοκιμάζουν να βρουν στο εξωτερικό στοιχεία που θα μπορούσε άνετα να τους δώσει ο τόπος τους. Η μελέτη συνδυάστηκε με την πολεμική που την ίδια περίοδο είχε ξεσπάσει με επικεφαλής τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Σπ Μελά, περί «κλίκας» και πυροδότησε την αντίδραση του Σεφέρη αν και ο Παπατσώνης φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για τις ιδεολογικές συνιστώσες της πρότασής του αλλά να κινείται σ’ έναν δικό του μοναχικό δρόμο, που μιλά κυρίως για την ποίηση, προτείνοντας να αρδεύεται και το σημερινό της ποτάμι από ποικίλες πηγές, να μην επιλέγει δηλαδή μόνον τα νάματα της αρχαιότητας.
Τη χριστιανική μυστική σκέψη, ωστόσο και ο Παπατσώνης τη διασταυρώνει όχι σπάνια με την αρχαία ελληνική παράδοση:
«Και Πέτρο κηρύσσουμε,/ και Πυθαγόρα με τα τρίγωνα. Και τον Ταρσέα Παύλο / και Πλάτωνα υψιπέτη κι’ όλους τους εις Χριστόν, / Εβραίων κι’ Ελλήνων σκάνδαλο και μωρία, / Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, […]» (Εις ήχον αναστάσιμον, σ. 290). Σύμφωνα μάλιστα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Παπατσώνης είναι ο πρώτος έλληνας φιλοσοφικός ποιητής, που στον ποιητικό του λόγο διακρίνεται το ύφος των προσωκρατικών.
Ως προς τα μοτίβα τώρα της ποίησής του αξιοπρόσεχτη είναι η επιμονή του για τη νύχτα και το νυχτερινό τοπίο, «… Η νύχτα / »κουνάει τους μαγικούς τους κόσμους. Η νύχτα /»πλάκα είναι και ξεδιαλύνει τα παραμαντέματα./ »Η νύχτα βόσκει τα χρυσάφια. Η νύχτα διευθύνει / »τα έργα της μέρας μας και δεν το λέει κανενός. / »Η νύχτα, την ώρα που κοιμούνται τα πουλιά / »κουρνιαγμένα στα δέντρα, ζωογονεί τους μύθους», […] (Φωτιές του Αη Γιάννη, σ. 182)
Εμφανής είναι επίσης η αγάπη του για τον χώρο του ουρανού. Ήταν στραμμένος απάνω του, όπως άλλοι σκύβουν στον εαυτό τους, αναζητώντας το μυστήριο της ύπαρξης: «[…] Εντείνομε όλη μας τη δραστηριότητα / ν’ αντλήσομε, όσο γρήγορα επιτρέπει η ώρα, /διδάγματα απ’ τους μύθους, που με το χρυσό / κοντύλι και με ψήγματα διδάσκει ο θόλος: / ο Γανυμήδης με τη Φομαλχώ κι’ η Άρτεμη, / το Ρόπαλο, το Ιππάριον, ο Οφιούχος, […] / ένα κυνηγητό όλα τους για αγάπες[…]» (Τα Εφόδια, 213)
Αφιερώνει πολλούς στίχους στον Ήλιο και τη Σελήνη. Ο πρώτος κυρίως εχθρικός, ενώ η δεύτερη, φίλη ησυχαστική: «Πιέζομαι να καταλάβω αυτό που λένε Θαύμα του ήλιου./ Αυτό που λένε φως της Ελλάδας ή Απολλώνιαν Αίγλη, /ο μισός εαυτός μου μονάχα νιώθει, ο άλλος μισός /το απωθεί.» (εν ώρα θερινή, 95), ενώ «[…]και μας καλύφτει ευσκιόφυλλη η ολόχαρη συστάδα, /που ήλιος δεν ξέρεις τι θα πει, και όλο δροσιάν αγία¨ /να περιβρέχει ο Ποταμός την υπεράνθρωπη ώρα / της Σωφροσύνης και ο ανθός να λάμπει της Σελήνης, /ενώ τ΄ αστέρα, πύρινες αγγελικές ρομφαίες, /να διώχνουν κάθε ανάμνησες από κακές ιδέες […] (πλήρωμα αγιότητας, 61).
Γενικά ήλιος και σελήνη είναι στην ποίηση του Παπατσώνη σύμβολα θεϊκού φωτός: «[…] Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τις ώρες στα εσώτατα του ανθρώπου, / που, είτε σαν Ήλιος, είτε σαν Σελήνη, έχει θρονιάσει /καταμεσής της ψυχής, και του χαρίζει / τη λάμψην ενού σκότους που δεν παραλλάζει /από τη νόηση του Θεού ή τη συντριβή της Εκκλησίας. […]» (Η Πέτρα, 14)
Το ερωτικό στοιχείο δε λείπει από την ποίησή του, συνδέεται ωστόσο με την περιγραφή της εκστατικής προσέγγισης του Θεού: «Με το ρυθμό των τραγουδιών υπέρτατης χαράς, / Χαράς, που ήτο η Γοργόνα της κάθε Σχεδίας, / στο καταπληχτικό ταξίδι, που μετέθεσε γήινους ανθρώπους / απ’ το νεφέλωμα της τεφρής γης μας, / στον καταγάλανο, τον τρίτο Ουρανό, με την αιώνια / λάμψη καταμεσής του Υπέρτατου Ήλιου». (Rapina Sabinarum, 46-7)
Μυστική, καθαγιαστική, η ποίηση του Παπατσώνη δεν δημιουργεί εντάσεις. Αν και ο ποιητής αναγνωρίζει τη δυστυχία της ζωής, «[…] »Είναι η σφραγίδα της δυστυχίας κάποιου Παπατσώνη,/ »που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι ανθρώποι,/ »χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του, /»χτυπημένος από βολίδα του κακού. » Του Παπατσώνη, που έχασε τα ωραία του χρόνια. / »που ό,τι αγαπούσε, του διαλύθηκε σαν υδρατμός / »και στοίχειωσαν οι άδειοι χώροι γύρω του, / »οι άδειοι χώροι του σπιτιού και της ψυχής». […] (Τα εις εμαυτόν, σ. 240), εν τούτοις η ποίησή του στερείται υπαρξιακής αγωνίας, δεν δείχνει την φρίκη της κόλασης . Ακόμη και στη συλλογή που έγραψε και δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανιχνεύει μέσα του και υμνεί μια Δύναμη που δείχνει σε όλους την Αγάπη. «βασιλεύει» σου λέμε «από σήμερα η αγάπη» /«βασιλεύει από σήμερα η αγάπη»/ μαραθωνοδρόμοι σου το φωνάζουμε /που φτάξανε τρεχάτοι στο κατώφλι/ της ζωής και συ δυσπιστείς /άπιστο πλάσμα δυσκολοσυγκίνητο /και ασυνήθιστο στις αποκαλύψεις» (Οι έλξεις», Ursa Minor, 1944.)
Οι κριτικοί, όπως αναφέραμε ήδη, παραβάλλουν τον Παπατσώνη με τις μοναχικές φωνές του Κάλβου, του Καβάφη και του Παπαδιαμάντη – για τον τελευταίο άλλωστε ο ίδιος έγραψε τρία ποιήματα που περιέλαβε στην τελευταία του συλλογή. «Ρεμβασμός το δεκαπενταύγουστο», «Φανέρωση του Άθωνα από τη Σκιάθο» και «Το μνήμα του Παπαδιαμάντη». Ωστόσο ο Παπατσώνης, σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους, εξακολουθεί να είναι παραμελημένος και παραγνωρισμένος, ενώ η ποίησή του δεν είναι εύκολα προσπελάσιμη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό – όσο τέλος πάντων διαβάζει ποίηση. Ο θρησκευτικός μεταφυσικός της χαρακτήρα, οι συχνές αναφορές σε λατινικούς όρους του καθολικού δόγματος, και γενικά η επιμονή σε λόγια κείμενα και το ευρύ διακειμενικό πλαίσιο αναφοράς, αποθαρρύνουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Ωστόσο το φιλοσοφικό και στοχαστικό βάθος, το σιγανό, εξομολογητικό ύφος και η τελική κατάφαση της ζωής αποζημιώνει αυτόν που ακόμη και σήμερα σκύβει πάνω από τα ποιήματά του.

ΒΡΑΔΥΝΟΙΑ
Περαστικά από δω σμήνος πουλιά
μας φέραν μήνυμα βορινό, και τους κωφεύσαμε.

Στην τέφρα τους τα Ορτύκια αντιφεγγίζαν Παγετώνες,
και όχι μονάχα τους κωφεύσαμε, μα και τους στήσαμεν ενέδρα
και τους ρίξαμε σκάγια και φωτιές, για να τα φάμε.
και ποιοι; Εμείς που περιμέναμε
σαν και τι το βορινό μήνυμα,
τυφλωθήκαμε, και δίχως να σκεφθούμε που μας ήρθε,
του ρίξαμε φωτιές, το λαβώσαμε, τ’ αποδιώξαμε.

Περαστικό το σμήνος, δε σου λέω,
μα ούτε την κούρασή του, τον αφανισμό του
δεν αγαπήσαμε, δεν σεβαστήκαμε¨ και μια και λείψαν,
μας ήρθε τώρα η συμπόνεση και βάρος της ψυχής
για την άχαρη πράξη, για την φαύλη επίθεση,
και ιδού μας, απομείναμε οι ανεπιτήδειοι,
οι βραδυκίνητοι στο νου των εμφανίσεων,
έρημοι, δίχως μήνυμα βορινό,
με τα συνηθισμένα μας τα “mea culpa”
και τις ανώφελες αιτιάσεις του εαυτού μας.
1931 «Αρχή σοφίας» Εκλογή Α΄

Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Στη σχετικότητά της, ακόμη και Ευτυχία
είναι υπαρκτή. Αλλά σφάλλουν
όσοι την ερευνούνε σε Χώρα του Απολύτου.
Στην σχετικότητά τους όλα ωραία¨
ικανοποιητική βγαίνει μια όλη ημέρα. […]
1932 «Αρχή σοφίας», Εκλογή Α΄

ΣΥΡΡΑΦΕΣ
Στην διάρκεια μιας άβαθης, αδιάφορης συνομιλίας
σηκώνεται το παραπέτασμα, φωτίζεται η γωνία,
διαλάμπει, ut in Parabola viva, ο κρύφιος Κόσμος.
Κλείνεις σε λίγο πάλι, βαρύ, το Παραπέτασμα, και μένει,
θάμπος μόνο του στιγμιαίου εκείνου και αποκαλυπτικού.
Και ξανασέρνεται η συνομιλία, το ίδιο στενά επίγεια,
συνομιλία της συμβατικότητας. Οι τέτοιες συρραφές
των απρόοπτων, η τέτοια συλλογή των σπάνιων Παραβολών,
αλλοίμονο, είναι το Άπαντον της Γνώσεως. Στα υπόλοιπα
πρέπει να μας αρκεί ο στείρος Λόγος.
1933 «Αρχή σοφίας», Εκλογή Α

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Μανδραγόρας", τ. 38, Απρίλιος 2008

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License